- ζωονομία
- η [ζωονόμος]η επιστήμη που ερευνά τους νόμους που διέπουν τα φαινόμενα τής ζωής τών ενόργανων όντων, αλλ. ζωική φυσιολογία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζωονομικός — ή, ό [ζωονομία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωονομία … Dictionary of Greek
ζωονόμος — ο, η ο επιστήμονας που ασχολείται με τη ζωονομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + νόμος (< νόμος) πρβλ. αγορα νόμος, παιδο νόμος] … Dictionary of Greek
Ντάργουιν, Έρασμους — (Erasmus Darwin, Έλτον 1731 – Ντέρμπι 1802). Άγγλος γιατρός, φυσιοδίφης και ποιητής. Ήταν παππούς του Κάρολου Δαρβίνου (βλ. λ.). Έγραψε διάφορα συγγράμματα από τα οποία το σπουδαιότερο είναι η Ζωονομία ή περί των νόμων της οργανικής ζωής. Στο… … Dictionary of Greek